- ὀφειλετῶν
- ὀφειλετῶνὀφειλέτηςdebtor: masc gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὀφειλετῶν — ὀφειλέτης debtor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγραφίου γραφή — Δημόσια καταγγελία στην αρχαία Αθήνα, που γινόταν από οποιονδήποτε πολίτη εναντίον εκείνων των οφειλετών του δημοσίου που έσβηναν το όνομά τους από τον πίνακα των οφειλετών πριν εξοφληθεί η οφειλή τους. Ο πίνακας αυτός βρισκόταν στον ναό της… … Dictionary of Greek
πλαγιαστικός — ή, ό, Ν φρ. «πλαγιαστική αγωγή» (πολ. δικ.) η αγωγή που ασκεί ο δανειστής κατά τών οφειλετών τού οφειλέτη του, όταν ο τελευταίος αρνείται ή αμελεί να στραφεί κατά τών οφειλετών του, πρόκειται δηλ. για αγωγή την οποία ασκεί ο δανειστής… … Dictionary of Greek
βούλευσις — βούλευσις, η (Α) [βουλεύω] 1. σκέψη, προσεκτική εξέταση, μελέτη 2. (ως αττικός δικανικός όρος) α) επιβουλή κατά της ζωής κάποιου β) η κατά λάθος διατήρηση στον κατάλογο των οφειλετών του δημοσίου του ονόματος κάποιου που έχει πληρώσει το χρέος… … Dictionary of Greek
εγγράφω — (AM ἐγγράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.) μσν. 1. χαρακτηρίζω 2. παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. χαράζω, κάνω εντομές 2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 3.… … Dictionary of Greek
σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… … Dictionary of Greek
σκιαξάρης — ο, θηλ. σκιαξάρα, τ. αρσ. πληθ. σκιαξάρηδες, τ. θηλ. πληθ. σκιαξάρες, Ν 1. αυτός που τού αρέσει να τρομάζει τους άλλους 2. (για πράγμα) αυτός που προκαλεί φόβο, τρόμο, κν. σκιάχτρο 3. στον πληθ. οι σκιαξάρηδες (παλαιότερα) χαρακτηρισμός τών… … Dictionary of Greek
χεωφυλάσσω — και χρεοφυλάσσω Α [χρεωφύλαξ, ακος] έχω την ευθύνη για τη φύλαξη τών επίσημων καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου, είμαι χρεωφύλαξ* … Dictionary of Greek
χρεωφυλάκιον — και χρεοφυλάκιον και χρηοφυλάκιον, τὸ, Α [χρεωφύλαξ, ακος] επίσημο αρχείο φύλαξης τών καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου … Dictionary of Greek
χρεωφύλαξ — ακος, ὁ, Α πρόσωπο επιφορτισμένο με τη φύλαξη τών επίσημων καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + φύλαξ] … Dictionary of Greek
ψευδέγγραφος — ον, Α αυτός που κακώς και ψευδώς καταγράφηκε στον κατάλογο οφειλετών τού δημοσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + έγγραφος (< ἐγγράφω)] … Dictionary of Greek